- νεφελούμαι
- (ο) αμετ. покрываться облаками
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
νεφέλωσις — νεφέλωσις, ἡ (Μ) [νεφελούμαι] νέφωση … Dictionary of Greek
νεφελώνομαι — (Μ νεφελοῡμαι, όομαι) [νεφέλη] 1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. γίνομαι θολός … Dictionary of Greek